- σκυσμός
- σκυσμός, ὁ, ([etym.] σκύζομαι)A anger, Tz.H.9.133.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκυσμός — ὁ, Μ [σκύζομαι] η κατάσταση τού σκύζομαι, οργή, θυμός … Dictionary of Greek